τρούβλιον

τρούβλιον
τὸ, Α
βλ. τρύβλιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρύβλιο — το / τρύβλιον, ΝΜΑ, και τρυβλίο Ν, και τρούβλιον και τρίβλιον Α κούπα, ποτήρι ή πιάτο νεοελλ. ειδικό πορσελάνινο δοχείο για τη λειοτρίβηση φαρμάκων μσν. αρχ. (κυρίως στην ιατρ.) μονάδα μέτρησης ισοδύναμη με το 1/4 τής κοτύλης, περίπου 1/8 τή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”